- άγεννος
- -η -ο [γεννώ]1. (συνήθως στο θηλ.) η άγεννηαυτή που δεν γέννησε ακόμα2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμα, αγέννητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγεννος — η, ο εκείνος που δε γέννησε ακόμη: Είχε και μια γίδα άγεννη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)